τιτθός

τιτθός
τιτθός, , a woman's
A breast, Hp.Aph.5.40, Ar.Th.640, Lys.1.10, IG22.1534.223,281; ἡ θηλὴ τοῦ τ. Gal.UP15.7: rarely the male breast, Id.4.600, AP12.95 (Mel.): pl., of an animal's teats, Gal.6.673,684; οἱ ἐν τοῖς τ. ἀδένες καλοῦνται οὔθατα ib.774.
II nurser, rearer, = τροφός, Ph.1.166 (v.l. for τιτθαί); cf. τίτθη.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τιτθός — breast masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτθός — ὁ, Α 1. ο γυναικείος μαστός, καθώς και η θηλή του («ἡ γυνὴ ἀπῄει κάτω καθευδήσουσα ὡς τὸ παιδίον, ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ», Λυσ.) 2. (σπάν.) ο ανδρικός μαστός 3. άτομο που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ.… …   Dictionary of Greek

  • τιτθοῖς — τιτθός breast masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτθοῖσι — τιτθός breast masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτθοῖσιν — τιτθός breast masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτθοί — τιτθός breast masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτθοῦ — τιτθός breast masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτθούς — τιτθός breast masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτθῷ — τιτθός breast masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτθόν — τιτθός breast masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομότιτθος — ὁμότιτθος, ον (Α) αυτός που ανατράφηκε από την ίδια τροφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τιτθος (< τίτθη «τροφός»), πρβλ. υπό τιτθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”